Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν πολύ
- Γράφτηκε από τον Κωνσταντίνος Θ. Τέμπος
- Κατηγορία Η Κυρία Λιλή
ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΟΤΑΝ ΓΕΡΑΣΟΥΝ ΠΟΛΥ
Με θλίψη κοιτιέται η κυρία Λιλή
- που κάποτε ήταν όμορφη πολύ -
στον σκαλιστό της τον καθρέφτη
- αυτόν τον είρωνα, τον ψεύτη -
που κοσμεί του σπιτιού της το σαλόνι
(όπου η Λιλή συνήθιζε να ξεσαλώνει)
και δεν μπορεί να το πιστέψει
πως η ζωή σαν αστραπή επέρασε
και αυτή τόσο παραγέρασε
ώστε έχει για τα καλά...σιτέψει !
Και τώρα πια, η δεσποινίς Λιλή -
που ήταν κάποτε λιγάκι παρδαλή -
καθισμένη στην άκρη του παραθυριού
μέσα στη λαύρα του καλοκαιριού
θυμάται με θλίψη και μελαγχολεί
τα όνειρά της τα ανεκπλήρωτα
και τα χρέη της τ’ απλήρωτα
τους πόθους της που λιώθηκαν
και στη συρμή του χρόνου χάθηκαν
σαν τον αγαπημένο της τον άντρα
τον Λεωνίδα, που χάθηκε στον πόλεμο
και τώρα ζει στου Χάροντα τα άντρα
και η ζωή της σκόρπισε σαν χαρτοπόλεμο...
Κι’ έτσι, καθώς αναπολεί
τα περασμένα η κυρά Λιλή,
σκύβει τ’ ασπρόμαλλο κεφάλι,
βάζει τα όνειρά της προσκεφάλι
κι’ ενώ στων οματιών την άκρια
γεννιούνται πικρά δυό δάκρια
που πέφτουν στο ξύλινο περβάζι
αυτή βαριά - βαριά αναστενάζει :
«Αχ, πούσαι όμορφη νιότη,
εσύ του έρωτα ιππότη,
πούλεγες πως θα γινόμουν άλλη ;...»
Με θλίψη κοιτιέται η κυρία Λιλή
- που κάποτε ήταν όμορφη πολύ -
στον σκαλιστό της τον καθρέφτη
- αυτόν τον είρωνα, τον ψεύτη -
που κοσμεί του σπιτιού της το σαλόνι
(όπου η Λιλή συνήθιζε να ξεσαλώνει)
και δεν μπορεί να το πιστέψει
πως η ζωή σαν αστραπή επέρασε
και αυτή τόσο παραγέρασε
ώστε έχει για τα καλά...σιτέψει !
Και τώρα πια, η δεσποινίς Λιλή -
που ήταν κάποτε λιγάκι παρδαλή -
καθισμένη στην άκρη του παραθυριού
μέσα στη λαύρα του καλοκαιριού
θυμάται με θλίψη και μελαγχολεί
τα όνειρά της τα ανεκπλήρωτα
και τα χρέη της τ’ απλήρωτα
τους πόθους της που λιώθηκαν
και στη συρμή του χρόνου χάθηκαν
σαν τον αγαπημένο της τον άντρα
τον Λεωνίδα, που χάθηκε στον πόλεμο
και τώρα ζει στου Χάροντα τα άντρα
και η ζωή της σκόρπισε σαν χαρτοπόλεμο...
Κι’ έτσι, καθώς αναπολεί
τα περασμένα η κυρά Λιλή,
σκύβει τ’ ασπρόμαλλο κεφάλι,
βάζει τα όνειρά της προσκεφάλι
κι’ ενώ στων οματιών την άκρια
γεννιούνται πικρά δυό δάκρια
που πέφτουν στο ξύλινο περβάζι
αυτή βαριά - βαριά αναστενάζει :
«Αχ, πούσαι όμορφη νιότη,
εσύ του έρωτα ιππότη,
πούλεγες πως θα γινόμουν άλλη ;...»